-
1 περικαθάπτω
A fasten or put on,τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29
:— [voice] Med., fasten on oneself, put on,νεβρίδας Id.2.364e
.2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6 ;ἄμβικα Dsc.5.95
;τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45
; enclose,πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31
.3 intr. c. dat., grasp, enclose,ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9
, Gal.Phil.Hist.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαθάπτω
-
2 προσπήγνυμι
A f.l. for -πτύξομαι in Hsch.):— fix to or on, τινί [τι] E.Fr. 679, etc.;τι πρός τι D.C.40.9
;ἥλοις [τὸν ἀκινάκην] τῷ κολεῷ προσέπηξε Id.63.2
: abs., crucify, Act. Ap.2.23:—[voice] Pass. with [tense] pf. [voice] Act. - πέπηγα, to be fixed on, Heliod. ap. Orib.49.4.72;περί τι D.C.45.17
;ἰχθῦς -πεπηγὼς τῷ ἀγκίστρῳ Aristaenet.1.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπήγνυμι
См. также в других словарях:
περικαθάπτω — Α 1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς» Πλούτ.) 2. αναποδογυρίζω 3. εγκλείω 4. περικλείω, περιβάλλω 5. μέσ. περικαθάπτομαι α) προσδένω κάτι στο σώμα μου β) φορώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek